- συνοιμώζω
- συνοιμώζω,A lament together, Sch.Il.23.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοιμώζω — ΜΑ θρηνώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰμώζω «κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek